πολυζητησία

πολυζητησία
ἡ, Μ [πολυζήτητος]
1. αναζήτηση με πολλή φροντίδα, με πολύ ζήλο
2. ποικίλη έρευνα («πέρας δέχοιο τῆς πολυζητησίας», Στουδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”